ἡδύοσμος — sweet smelling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύοσμον — sweet smelling neut nom/voc/acc sg ἡδύοσμος sweet smelling masc/fem acc sg ἡδύοσμος sweet smelling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мята — укр. м᾽ята, русск. цслав. мята ἡδύοσμος, болг. метва, сербохорв. ме̏тва, словен. mȇtva. чеш. mata, слвц. mäta, польск. mięta, в. луж., н. луж. mjatej. Заимств. из лат. mentha от греч. μίνθη; судя по форме *męty, к которой восходят слова на vа … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
MINTHE — I. MINTHE a Poetis Cocyti filia puella fingitur, quam Proserpina cum Plutone deprehensam, in herbam sui nominis commutavit. Nam Μίνθη priscis Graecis dicebatur herba, postea, ab odoris suavitate, ἡδυοσμὸς appellata, Latinis Mentha. Ovid. Met. l.… … Hofmann J. Lexicon universale
βληχώνι — το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, οῡς, η και γλήχων, ωνος και γληχώ, οῡς, ιων. τ. και γλάχων, ωνος και γλαχώ, οῡς δωρ. τ., Μ και βλήχων, ωνος, ο) το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων (mentha pulegium), το φλησκούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης… … Dictionary of Greek
γληχούνι — και γλεχούνι, το το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων, μίνθη η πολιά, φλησκούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γληχώνιον, υποκορ. τού αρχ. γλήχων* (πρβλ. βληχώνι και βληχούνι < μτγν. βληχώνιον, υποκορ. τού αρχ. βλήχων)] … Dictionary of Greek
δυόσμος — η ονομασία τής αρωματικής πόας Μέντα η πιπερώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ηδύοσμος με αποβολή του αρχικού η (πρβλ. ηγούμενος γούμενος, ημερώνω μερώνω, υβρίζω βρίζω] … Dictionary of Greek
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek
ηδυοσμία — η [ηδύοσμος] γλυκιά και ευχάριστη οσμή … Dictionary of Greek
ηδύοδμος — ἡδύοδμος, δωρ. τ. ἁδύοδμος, ον (Α) ηδύοσμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + οδμος (< οδμή, παλαιότερος τ. του οσμή), πρβλ. εύ οδμος, πολύ οδμος] … Dictionary of Greek